- ῥεύσαντες
- ῥέωflowaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατατυρεύσαντες — κατατῡρεύσαντες , κατά τυρεύω make cheese aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρεύσαντες — τῡρεύσαντες , τυρεύω make cheese aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)